ετεροκατάληκτος

ετεροκατάληκτος
ος , ον лит. написанный белым стихом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ετεροκατάληκτος" в других словарях:

  • ετεροκατάληκτος — η, ο (για ποιητ. στίχ.) αυτός που έχει διαφορετική κατάληξη, ο ανομοιοκατάληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κατάληκτος (< καταλήγω, πρβλ. α κατάληκτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρίσιο Μεγδάνη] …   Dictionary of Greek

  • ετεροκατάληκτος — η, ο για στίχους ποιήματος, ο ανομοιοκατάληκτος (αντίθ. ομοιοκατάληκτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»